ἀπομαίνομαι: Difference between revisions
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπομαίνομαι:''' совсем обезуметь Luc. | |elrutext='''ἀπομαίνομαι:''' совсем обезуметь Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[rave]], [[rage]] to the [[uttermost]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:27, 9 January 2019
English (LSJ)
aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ],
A go mad, Luc.DDeor.12.1.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
French (Bailly abrégé)
devenir tout à fait fou.
Étymologie: ἀπό, μαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. pas.]
1 enloquecer, volverse loco παύσεθ' οὗτος ἀπομανείς Men.Sam.419, ἔνθεος ἥδε ἡ μανίη. κἢν ἀπομανῶσι Aret.SD 1.6.11, ἀπομανεὶς οὖν ἔδωκα ... κόσσον Pall.H.Laus.23.5.
2 recobrar la cordura ἀπομανεῖσα ... ἡ Ῥέα Luc.DDeor.20.1.
Greek Monolingual
ἀπομαίνομαι (Α)
κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι.
Greek Monotonic
ἀπομαίνομαι: Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από μανία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομαίνομαι: совсем обезуметь Luc.