ἄρθμιος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄρθμιος:''' связанный дружбой, дружный (τινι Hom., Her.).
|elrutext='''ἄρθμιος:''' связанный дружбой, дружный (τινι Hom., Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀρθμός]]<br />united, [[ἡμῖν]] ἄρθμιοι friends with us, in [[league]] with us, Od.; ἄρθμια, τά, [[peaceful]] relations, [[friendship]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 16:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρθμιος Medium diacritics: ἄρθμιος Low diacritics: άρθμιος Capitals: ΑΡΘΜΙΟΣ
Transliteration A: árthmios Transliteration B: arthmios Transliteration C: arthmios Beta Code: a)/rqmios

English (LSJ)

α, ον,

   A united, οἱ δ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν in league with us, Od. 16.427, cf. Hdt.7.101, al.; ἄ. ἠδὲ φίλος Thgn.1312; ἄρθμια, τά, peaceful relations, friendship, τέως μὲν δή σφι ἦν ἄ. ἐς ἀλλήλους, ἐκ τούτου δὲ πόλεμος Hdt.6.83; ἄ. ἔργα Emp.17.23, cf. 22.1.    2 calm, βολαὶ ὀφθαλμῶν Hdn.1.7.5.

German (Pape)

[Seite 350] verbunden, befreundet, τινί Od. 16, 427; Her. 7, 101; τὰ ἄρθμια, friedliche Verhältnisse, Eintracht, 6, 83; – Hdn. 1, 7 steht ὀφθαλμῶν ἀρθμίαι (so als subst. accent.?) καὶ πυρώδεις βολαί

French (Bailly abrégé)

α, ον :
ajusté ; uni à, lié à, τινι ; τὰ ἄρθμια HDT liens d’amitié.
Étymologie: ἀρθμός.

English (Autenrieth)

(ἀρθμός, root ἀρ): bound in friendship, allied, Od. 16.427†.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 unido por la amistad, amigo οἱ δ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν Od.16.427, μὴ ἐόντες ἄρθμιοι Hdt.7.101, Ἀθηναίων ἡμῖν ἐόντων μὴ ἀρθμίων Hdt.9.9, καταφεύγει ἐς Τεγέην, ἐοῦσαν οὐκ ἀρθμίην Hdt.9.37, οἷσπερ νῦν ἄ. ἠδὲ φίλος ἔπλευ con los que ahora te has hecho tan unido y tan amigo Thgn.1312, ὧς ἄμμι πατὴρ τεὸς ἄ. εἴη A.R.3.1101.
2 que comporta pruebas de amistad ἄρθμια ἔργα Emp.B 17.23, ἄρθμια ... ταῦτα ἑαυτῶν πάντα μέρεσσιν Emp.B 22.1
neutr. plu. subst. ἄρθμια relaciones de amistad τέως μὲν δή σφι ἦν ἄρθμια ἐς ἀλλήλους Hdt.6.83, ἄρθμια δήμῳ εἰδότα Call.Fr.384.53.
3 apacible, sereno ὀφθαλμῶν ... ἀρθμίαι καὶ πυρώδεις βολαί Hdn.1.7.5, ἄ. οὗτος ἄρης ésta es una batalla amistosa Nonn.D.37.774.

Greek Monolingual

ἄρθμιος, -α, -ον (Α) αρθμός
1. ενωμένος με συμμαχία ή φιλία, σύμμαχος, φίλος
2. τὰ ἄρθμια
οι ειρηνικές σχέσεις, η φιλία.

Greek Monotonic

ἄρθμιος: -α, -ον, ενωμένος, συνδεδεμένος, ἡμῖν ἄρθμιοι, φίλοι μαζί μας, σύμμαχοί μας, σε Ομήρ. Οδ.· ἄρθμια, τά, ειρηνικές σχέσεις, φιλία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρθμιος: связанный дружбой, дружный (τινι Hom., Her.).

Middle Liddell

[from ἀρθμός
united, ἡμῖν ἄρθμιοι friends with us, in league with us, Od.; ἄρθμια, τά, peaceful relations, friendship, Hdt.