βριθοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[weight]], [[heaviness]], Il.
|mdlsjtxt=[[weight]], [[heaviness]], Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βριθοσύνη]] -ης, ἡ [[βρῖθος]] gewicht, zwaarte.
}}
}}

Revision as of 18:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθοσύνη Medium diacritics: βριθοσύνη Low diacritics: βριθοσύνη Capitals: ΒΡΙΘΟΣΥΝΗ
Transliteration A: brithosýnē Transliteration B: brithosynē Transliteration C: vrithosyni Beta Code: briqosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.

Spanish (DGE)

(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.

Greek Monolingual

βριθοσύνη, η (Α)
βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.

Greek Monotonic

βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βρῑθοσύνη: ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom.

Middle Liddell

weight, heaviness, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βριθοσύνη -ης, ἡ βρῖθος gewicht, zwaarte.