βλεπτός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βλεπτός:''' достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?
|elrutext='''βλεπτός:''' достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[βλέπω]]<br />to be [[seen]], [[worth]] [[seeing]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεπτός Medium diacritics: βλεπτός Low diacritics: βλεπτός Capitals: ΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: bleptós Transliteration B: bleptos Transliteration C: vleptos Beta Code: blepto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be seen, S.OT1337.

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’il faut voir, digne d’être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.

Greek Monolingual

βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.

Greek Monotonic

βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?

Middle Liddell

[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.