παρασπόνδησις: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρασπόνδησις:''' εως ἡ Polyb. = [[παρασπόνδημα]]. | |elrutext='''παρασπόνδησις:''' εως ἡ Polyb. = [[παρασπόνδημα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρασπόνδησις]], εως,<br />a breaking of [[faith]], Polyb. [from [[παράσπονδος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking of faith, Plb.2.7.5 ; πρός τινα Str.7.1.4 ; εἴς τινα App.BC2.110.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, das Verletzen, Brechen eines Bündnisses, Pol. 2, 7, 5. 9, 30, 2 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπόνδησις: ἡ, παράβασις τῶν σπονδῶν, τῆς συνθήκης, Πολύβ. 2. 7, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de violer la foi jurée.
Étymologie: παρασπονδέω.
Greek Monotonic
παρασπόνδησις: ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παρασπόνδησις: εως ἡ Polyb. = παρασπόνδημα.
Middle Liddell
παρασπόνδησις, εως,
a breaking of faith, Polyb. [from παράσπονδος