κυνηγέω: Difference between revisions
Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug
(nl) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen. | |elnltext=κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῠνηγέω, [[κυνηγός]]<br />to [[hunt]], [[chase]], later form of [[κυνηγετέω]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. -ᾱγέω Bion 1.60: pf. Pass.
A κεκυνηγῆσθαι Plb.31.29.4: (κυνηγός):—hunt, chase, later form of κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός] Arist.HA619a33, cf. Plu.Pel.8, etc.: metaph., pursue, persecute, τινα Pl.Ep.349c, etc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, θηρεύω, μεταγενέστερος τύπος τοῦ κυνηγετέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser.
Étymologie: κυνηγός.
Greek Monotonic
κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. -ήσω, (κυνηγός), κυνηγώ, καταδιώκω, μεταγεν. τύπος του κυνηγετέω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέω: дор. κῠνᾱγέω Plat., Arst., Plut. = κυνηγετέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.
Middle Liddell
κῠνηγέω, κυνηγός
to hunt, chase, later form of κυνηγετέω, Plut.