βατραχίς: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βατρᾰχίς:''' ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph. | |elrutext='''βατρᾰχίς:''' ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[frog]]-[[green]] [[coat]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A frog-green garment, Ar.Eq.1406, IG2.754.16, D.C.59.14. 2 = βατράχιον I, Alex.Trall.3.6: but, II βᾰτρᾰχίς, ῖδος, Dim. of βάτραχος, Nic.Th.416.
German (Pape)
[Seite 439] ίδος, ἡ, ein froschgrünes Kleid, Ar. Equ. 1403; D. Cass.; Inscr. 155. – Aber βατραχῖδες Nic. Th. 417 ist dim. von βάτραχος.
Greek (Liddell-Scott)
βατραχίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἐσθῆτος ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1406, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 19. 50. 2) βατράχιον 1, Ἀλέξ. Τραλλ.· ἀλλά, ΙΙ. βατραχίς, ῖδος, ὑποκορ. τοῦ βάτραχος, Νικ. Θ. 416.
French (Bailly abrégé)
1ῖδος (ἡ) :
petite grenouille, rainette, animal.
Étymologie: βάτραχος.
2ίδος
adj. f.
de grenouille ; d’où subst.
1 habit vert clair;
2 renoncule, plante.
Étymologie: βάτραχος.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 dim. ranita ἀγρώσσων ... μολουρίδας ἢ βατραχῖδας Nic.Th.416, Hsch.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. βατραχίς βοτάνη Alex.Trall.2.103.3.
3 vestido de hombre de color verde Ar.Eq.1406, IG 22.1514.16 (IV a.C.), Poll.7.55, D.C.59.14.6, Hsch., Phot.β 98.
Greek Monolingual
βατραχίς (-ίδος), η (Α)
1. γυναικείο φόρεμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα
2. το φυτό βατράχιο.
Greek Monotonic
βᾰτραχίς: -ίδος, ἡ, ύφασμα με ανοιχτό πράσινο χρώμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βατρᾰχίς: ίδος ἡ лягушечья одежда, т. е. бледно-зеленая Arph.