βρύχημα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βρύχημα:''' ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.). | |elrutext='''βρύχημα:''' ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=bellowing, [[roaring]], of men, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.
German (Pape)
[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.
Greek (Liddell-Scott)
βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
bramidodel ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
•rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
•de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.
Greek Monolingual
το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.
Greek Monotonic
βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).
Middle Liddell
bellowing, roaring, of men, Plut.