γλύφανος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(1b)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γλύφᾰνος:''' ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = [[γλυπτήρ]]: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.
|elrutext='''γλύφᾰνος:''' ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = [[γλυπτήρ]]: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γλύφω]]<br />a [[tool]] for [[carving]], [[knife]], [[chisel]], Hhymn., Theocr.; γλ. καλάμου a pen-[[knife]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύφᾰνος Medium diacritics: γλύφανος Low diacritics: γλύφανος Capitals: ΓΛΥΦΑΝΟΣ
Transliteration A: glýphanos Transliteration B: glyphanos Transliteration C: glyfanos Beta Code: glu/fanos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (γλύφω)

   A tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).

Greek (Liddell-Scott)

γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.

Spanish (DGE)

(γλύφᾰνος) -ου, ὁ

• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).

Greek Monotonic

γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλύφᾰνος: ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = γλυπτήρ: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.

Middle Liddell

γλύφω
a tool for carving, knife, chisel, Hhymn., Theocr.; γλ. καλάμου a pen-knife, Anth.