γυρητόμος: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γῡρητόμος:''' врезающийся кругом, т. е. круговой ([[αὖλαξ]] Anth.).
|elrutext='''γῡρητόμος:''' врезающийся кругом, т. е. круговой ([[αὖλαξ]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />[[tracing]] a [[circle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρητόμος Medium diacritics: γυρητόμος Low diacritics: γυρητόμος Capitals: ΓΥΡΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrētómos Transliteration B: gyrētomos Transliteration C: gyritomos Beta Code: gurhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A tracing a circle, αὖλαξ AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 512] αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

γῡρητόμος: -ον, ὁ κύκλον διαγράφων ἢ σχηματίζων, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui décrit un cercle.
Étymologie: γυρός, τέμνω.

Spanish (DGE)

(γῡρητόμος) -ον
que rotura la tierra en círculos, ἀρουραῖος γ. αὖλαξ AP 9.274 (Phil.).

Greek Monolingual

γυρητόμος, -ον (Α)
φρ. «γυρητόμος αὖλαξ» — αυλάκι που διαγράφει κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -τόμος < τόμος < τέμνω.

Greek Monotonic

γῡρητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που διαγράφει ή σχηματίζει κύκλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γῡρητόμος: врезающийся кругом, т. е. круговой (αὖλαξ Anth.).

Middle Liddell

τέμνω
tracing a circle, Anth.