δεκαδεύς: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δεκαδεύς -έως, ὁ [δεκάς] lid van een groep van tien. | |elnltext=δεκαδεύς -έως, ὁ [δεκάς] lid van een groep van tien. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δεκάς]]<br />one of a decury, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 9 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one of a decury, X.Cyr.2.2.30. II chairman of a board of ten, in acc. sg. δεκαδῆ, IG4.748.21 (Troezen).
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, zu einer Decurie gehörend, Xen. Cyr. 2, 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν δεκαδαρχίαν (decurio), Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
qui fait partie d’une décurie.
Étymologie: δεκάς.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [ac. sg. δεκαδῆ IG 4.748.21 (Trezén IV a.C.)]
1 decurión, miembro de una decuria al mando de un decadarco δεκάδαρχοι μὲν δεκαδέων ἐπιμέλονται X.Cyr.8.1.14, cf. 2.2.30.
2 presidente del consejo de los diez uno por cada tribu de Trezén IG l.c.
Greek Monolingual
δεκαδεύς (-έως), ο (Α) δεκάς
1. αυτός που ανήκει σε μία δεκαδαρχία
2. ο πρόεδρος δεκαμελούς συμβουλίου.
Greek Monotonic
δεκαδεύς: -έως, ὁ (δεκάς), αυτός που ανήκει σε μια δεκαρχία, σε μία διοίκηση που αποτελείται από δέκα άντρες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰδεύς: έως ὁ солдат той же декады, товарищ по декаде (см. δεκάς
2) Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαδεύς -έως, ὁ [δεκάς] lid van een groep van tien.
Middle Liddell
δεκάς
one of a decury, Xen.