δενδρῶτις: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δενδρῶτις -ιδος [δένδρον] adj. f. rijk aan bomen. | |elnltext=δενδρῶτις -ιδος [δένδρον] adj. f. rijk aan bomen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fem. adj. [[wooded]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A wooded, πέτρα E.HF790; ὥρα f.l. in A.Fr.44.6.
German (Pape)
[Seite 546] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, πέτρα Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρῶτις: -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, πέτρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
1 couvert d’arbres, boisé;
2 qui convient aux arbres.
Étymologie: δένδρον.
Spanish (DGE)
-ιδος
arbolado Πυθίου δενδρῶτι πέτρα roca arbolada del Pitio e.e., Apolo, E.HF 790.
Greek Monolingual
δενδρῶτις (-ιδος), η (Α)
(για τη γη) γεμάτη δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης].
Greek Monotonic
δενδρῶτις: -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δενδρῶτις: ιδος adj. f поросшая деревьями, лесистая (πέτρα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρῶτις -ιδος [δένδρον] adj. f. rijk aan bomen.
Middle Liddell
fem. adj. wooded, Eur.