διανάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διανάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φράζω]] τις ρωγμές, [[καλαφατίζω]], πλοία, σε Στράβ.
|lsmtext='''διανάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[φράζω]] τις ρωγμές, [[καλαφατίζω]], πλοία, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[stop]] chinks: to [[caulk]] ships, Strab.
}}
}}

Revision as of 20:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανάσσω Medium diacritics: διανάσσω Low diacritics: διανάσσω Capitals: ΔΙΑΝΑΣΣΩ
Transliteration A: dianássō Transliteration B: dianassō Transliteration C: dianasso Beta Code: diana/ssw

English (LSJ)

   A stop chinks: caulk ships, Str.4.4.1:—Pass., pf. part. διανεναγμένος σφυγμός, name coined by Archig. ap. Gal.8.662.

German (Pape)

[Seite 591] dazwischen ausstopfen, ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Strab. 4, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διανάσσω: μέλλ. -ξω, γεμίζω κενόν τι ἐν τῶ μεταξύ, στουπώνω («καλαφατίζω») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 náut. calafatear, rellenar (ἀραιώματα) βρύοις los huecos (entre los tablones del casco) con algas Str.4.4.1.
2 part. perf. pas. διανεναγμένος disgregado n. acuñado para un tipo de pulso, Archig. en Gal.8.662.

Greek Monolingual

και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) νάσσω
1. καλαφατίζω, ματζακονίζω
2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να του προσδώσω στεγανότητα.

Greek Monotonic

διανάσσω: μέλ. -ξω, φράζω τις ρωγμές, καλαφατίζω, πλοία, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. ξω
to stop chinks: to caulk ships, Strab.