διωκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διωκτήρ:''' ῆρος ὁ преследователь Babr.
|elrutext='''διωκτήρ:''' ῆρος ὁ преследователь Babr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διωκτήρ]], ῆρος, <i>n</i> <i>n</i> [[διώκω]]<br />a [[pursuer]], Babr.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτήρ Medium diacritics: διωκτήρ Low diacritics: διωκτήρ Capitals: ΔΙΩΚΤΗΡ
Transliteration A: diōktḗr Transliteration B: diōktēr Transliteration C: dioktir Beta Code: diwkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A pursuer, Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.

Spanish (DGE)

-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.

Greek Monolingual

διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.

Greek Monotonic

διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διωκτήρ: ῆρος ὁ преследователь Babr.

Middle Liddell

διωκτήρ, ῆρος, n n διώκω
a pursuer, Babr.