δολοφονέω: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(1b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δολοφονέω:''' убивать предательски, из-за угла (τινα Plut.; δολοφονηθεὶς ἐτελεύτησεν Dem. и [[ὑπό]] τινος Polyb., Plut.). | |elrutext='''δολοφονέω:''' убивать предательски, из-за угла (τινα Plut.; δολοφονηθεὶς ἐτελεύτησεν Dem. и [[ὑπό]] τινος Polyb., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δολοφονέω]], fut. -ήσω<br />to [[murder]] by [[treachery]], Dem. [from [[δολοφόνος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
A slay by treachery, Str.5.3.2, al., Ph.1.412:—Pass., Plb. 32.5.11; but freq. simply, murder (with no implication of treachery), Ph.1.205, al., App.Syr.69:—Pass., D.19.194, Arist.Mir.836a16, POxy.12rv8, BGU388i 23 (ii/iii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 655] meuchlerisch morden; pass., Dem. 19, 164; Pol. 2, 36, 1 u. öfter, wie a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δολοφονέω: φονεύω διὰ δόλου, Δημ. 401. 26. - Παθ., Ἀριστ. π. Θαυμ. 79, Πολύβ. 2. 36, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tuer par ruse, assassiner traîtreusement.
Étymologie: δολοφόνος.
Spanish (DGE)
matar dolosamente, matar a traición, asesinar τοὺς δ' ἐν ... οἰκίαις Plb.32.5.11, Caín a Abel, Ph.1.205, τὸν μὲν ἐν κυνηγίᾳ Str.5.3.2, δ. ἐξ ἀπάτης Str.11.2.10, Ἐφιάλτην ... διὰ ζηλοτυπίαν Plu.Per.10, cf. Ph.1.412, I.BI 1.216, App.Syr.68, en v. pas. δολοφονηθεὶς ἐτελεύτησεν D.19.194, Διομήδους δολοφονηθέντος ὑπὸ τοῦ Αἰνέου Arist.Mir.836a16, cf. D.S.21.7, Plu.2.773b, Paus.8.24.10, D.C.39.14.3, Philostr.Her.64.18, Ἀσδρούβας ... δολοφονηθεὶς ... ὑπὸ τινος Κελτοῦ Plb.2.36.1, cf. 4.48.8, 5.40.6, οἱ δολοφονηθέντι ... μνῆμά ἐστι Paus.1.23.9, cf. Ph.2.543, Δαρεῖος ὑπὸ τῶν ἰδίων φίλων Anon.Hist. en POxy.12re.5.8, cf. BGU 388.1.23 (II/III d.C.).
Greek Monotonic
δολοφονέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω χρησιμοποιώντας δόλο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δολοφονέω: убивать предательски, из-за угла (τινα Plut.; δολοφονηθεὶς ἐτελεύτησεν Dem. и ὑπό τινος Polyb., Plut.).
Middle Liddell
δολοφονέω, fut. -ήσω
to murder by treachery, Dem. [from δολοφόνος