δυσμήτηρ: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσμήτηρ:''' ερος ἡ злая мать Hom. | |elrutext='''δυσμήτηρ:''' ερος ἡ злая мать Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=not a [[mother]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ερος, ἡ, in Od.23.97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ my mother
A yet no mother, cf. Lyc.1174, Nonn.D.46.194.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, böse Mutter; Homer einmal, Odyss . 28, 97 μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα; – Lycophr. 1174.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμήτηρ: ερος, ἡ, ἐν Ὀδ. Ψ. 97, μῆτερ ἐμὴ δύσμητερ, μητέρα, κακομητέρα.
French (Bailly abrégé)
ερος (ἡ) :
voc. δύσμητερ;
mauvaise mère.
Étymologie: δυσ-, μήτηρ.
Spanish (DGE)
-ερος, ἡ
1 mala madre, madre cruel μῆτερ ἐμή, δύσμητερ Od.23.97, δύσμητερ, ἀπηνέος ἴσχεο λύσσης Nonn.D.46.194, cf. AP 11.298.
2 madre desdichada ὦ μῆτερ, ὦ δύσμητερ, οὐδὲ σὸν κλέος ἄπυστον ἔσται Lyc.1174.
Greek Monolingual
δυσμήτηρ, η (Α)
κακή, δύστυχη μητέρα.
Greek Monotonic
δυσμήτηρ: -ερος, ἡ, σκληρή, άστοργη μητέρα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμήτηρ: ερος ἡ злая мать Hom.
Middle Liddell
not a mother, Od.