διαπέταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(4)
 
(1a)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπέτᾰμαι:''' ή -[[πέτομαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i> και <i>-επτόμην</i>, και σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] δια μέσου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.· <i>διὰτῆς πόλεως</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πετώ]] [[μακριά]], εξαφανίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''διαπέτᾰμαι:''' ή -[[πέτομαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i> και <i>-επτόμην</i>, και σε Ενεργ. τύπο <i>-έπτην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πετώ]] δια μέσου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.· <i>διὰτῆς πόλεως</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πετώ]] [[μακριά]], εξαφανίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">-[[πέτομαι]]</orth></[[form]]> fut. -[[πτήσομαι]] aor2 -επτάμην aor2 -επτόμην aor2 act -έπτην<br /><b class="num">I.</b> to fly [[through]], Il., Eur.: c. acc., Eur., Ar.; διὰ τῆς πόλεως Ar.<br /><b class="num">II.</b> to fly [[away]], [[vanish]], Eur., Plat.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

Greek Monotonic

διαπέτᾰμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην και -επτόμην, και σε Ενεργ. τύπο -έπτην·
I. πετώ δια μέσου, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με αιτ., στον ίδ., σε Αριστοφ.· διὰτῆς πόλεως, στον ίδ.
II. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">-πέτομαι</orth></form> fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην aor2 -επτόμην aor2 act -έπτην
I. to fly through, Il., Eur.: c. acc., Eur., Ar.; διὰ τῆς πόλεως Ar.
II. to fly away, vanish, Eur., Plat.