δύσκρατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει άσχημη [[κράση]], [[ιδιοσυγκρασία]], [[νοσηρός]], σε Στράβ.
|lsmtext='''δύσκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει άσχημη [[κράση]], [[ιδιοσυγκρασία]], [[νοσηρός]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσκρᾱτος, ον [[κεράννυμι]]<br />of bad [[temperament]], Strab.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκρᾱτος Medium diacritics: δύσκρατος Low diacritics: δύσκρατος Capitals: ΔΥΣΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: dýskratos Transliteration B: dyskratos Transliteration C: dyskratos Beta Code: du/skratos

English (LSJ)

ον,

   A of bad temperament, ἀήρ Str.2.3.1, cf. Gal.9.912. Adv.-τως Id.10.518; διακεῖσθαι Ps.-Plu.Vit.Hom.202.

German (Pape)

[Seite 683] schlecht gemischt, schlecht temperirt, ἀήρ Strab. II p. 96. – Adv., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκρᾱτος: -ον, κακῶς συγκεκρασμένος, ἀὴρ Στράβων 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal tempéré, mal équilibré en parl. de la température.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1destemplado ref. al clima ὁ ἀήρ, op. εὔκρατος Str.2.3.1, τὰ παρακείμενα τῇ δυσκράτῳ (οἰκουμένῃ) Str.17.2.1
medic. νόσημα δύσκρατον enfermedad debida a alguna intemperancia Gal.7.2, de partes del cuerpo τὸ μέρος τῆς πλευρᾶς Steph.in Hp.Progn.220.26
de los planetas, subst. οἱ δύσκρατοι los que producen intemperancia e.d. días de mal tiempo, op. οἱ εὔκρατοι Gal.9.912.
2 fisiol. que ha perdido su κρᾶσις natural, que no conserva el equilibrio, no temperado εἰ μὲν ... τὸ ἔμφυτον θερμὸν ... δ. γέγονε Steph.in Hp.Progn.132.31.
II adv. -ως con destemplanza δ. ἔχειν estar destemplado τὰ στερεὰ μόρια Gal.10.518
de las estaciones del año δ. διακεῖσθαι estar desatemperado e.e. que vienen fuera de su tiempo, Plu.Vit.Hom.202.

Greek Monotonic

δύσκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει άσχημη κράση, ιδιοσυγκρασία, νοσηρός, σε Στράβ.

Middle Liddell

δύσκρᾱτος, ον κεράννυμι
of bad temperament, Strab.