διαχάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(4) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαχάζομαι:''' αποθ., [[αποσύρω]], [[υποχωρώ]], νικιέμαι, σε Λουκ. | |lsmtext='''διαχάζομαι:''' αποθ., [[αποσύρω]], [[υποχωρώ]], νικιέμαι, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Dep. to [[withdraw]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 9 January 2019
English (LSJ)
A withdraw, X.Cyr.7.1.31; cf. διχάζω 11.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάζομαι: ἀποθετ., ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31· πρβλ. διχάζω ΙΙ.
Spanish (DGE)
abrirse paso X.Cyr.7.1.31.
Greek Monolingual
διαχάζομαι (Α)
υποχωρώ, αποσύρομαι.
Greek Monotonic
διαχάζομαι: αποθ., αποσύρω, υποχωρώ, νικιέμαι, σε Λουκ.
Middle Liddell
Dep. to withdraw, Xen.