ἐλευθερουργός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(4)
(1ab)
 
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθερουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[αριστοκρατικός]], [[ευγενής]], [[αγέρωχος]], [[αλαζονικός]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐλευθερουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[αριστοκρατικός]], [[ευγενής]], [[αγέρωχος]], [[αλαζονικός]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐλευθερ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[bearing]] [[himself]] [[freely]] or [[nobly]], of the [[horse]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ libertador Poll.3.120.

Greek Monolingual

ἐλευθερουργός, -όν (Α)
(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια.

Greek Monotonic

ἐλευθερουργός: -όν (*ἔργω), αριστοκρατικός, ευγενής, αγέρωχος, αλαζονικός, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐλευθερ-ουργός, όν [*ἔργω
bearing himself freely or nobly, of the horse, Xen.