ἐπαγάλλομαι: Difference between revisions
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' находить удовольствие, наслаждаться, радоваться (τινι Hom. и ἐπί τινι Xen.). | |elrutext='''ἐπᾰγάλλομαι:''' находить удовольствие, наслаждаться, радоваться (τινι Hom. и ἐπί τινι Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[glory]] in, [[exult]] in a [[thing]], c. dat., Il.; ἐπί τινι Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A glory in, exult in, c. dat., πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il.16.91, cf. Q.S.7.327, Tryph.671; πόρνῃσ' ἐπαγαλλόμενος πυγῇσιν Crates Theb.4; ἁμίλλῃ Them.Or.11.151c; εἰκόσιν Artem.3.31; ἐπί τινι X.Oec.4.17.
German (Pape)
[Seite 892] stolz auf Etwas sein, womit prunken, πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il. 16, 91; χάρμῃ, vor Freude, Phocyl. 110; ἐπί τινι, Xen. Oec. 4, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰγάλλομαι: ἀγάλλομαι, χαίρω ἢ γαυριῶ ἐπί τινι, μετὰ δοτ., ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Ἰλ. Π. 9. 1, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 7. 327, Τρυφ. 671· ἐπί τινι Ξεν. Ξεν. Οἰκ. 4. 17.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
se réjouir de, trouver son plaisir dans : τινι, ἐπί τινι qch.
Étymologie: ἐπί, ἀγάλλομαι.
English (Autenrieth)
exult in, Il. 16.91†.
Greek Monolingual
ἐπαγάλλομαι (AM) αγάλλομαι
χαίρομαι υπερβολικά για κάτι (α. «μηδ' ἐπαγαλλόμενος πολέμῳ και δηιοτῆτι», Ομ. Ιλ.
β. «διὸ ἐπαγαλλόμενοι, σέ, Θεοτόκε, μεγαλύνομεν», Μηναία).
Greek Monotonic
ἐπᾰγάλλομαι: Παθ., καυχιέμαι, χαίρομαι, θριαμβολογώ για κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγάλλομαι: находить удовольствие, наслаждаться, радоваться (τινι Hom. и ἐπί τινι Xen.).
Middle Liddell
Pass. to glory in, exult in a thing, c. dat., Il.; ἐπί τινι Xen.