ἐπίρρητος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίρρητος:''' [[εἴρω]] II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.). | |elrutext='''ἐπίρρητος:''' [[εἴρω]] II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπίρ-ρητος, ον<br />exclaimed [[against]], [[infamous]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139. II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.
Greek Monolingual
ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
Greek Monotonic
ἐπίρρητος: -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρητος: εἴρω II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.).