ἐπιτάραξις: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτάραξις:''' εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat. | |elrutext='''ἐπιτάραξις:''' εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐπιτάραξις]], εως<br />[[disturbance]], [[confusion]], Plat. [from ἐπιτᾰράσσω] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 9 January 2019
English (LSJ)
[τᾰ], εως, ἡ,
A bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.
Greek Monolingual
ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, ενόχληση, διατάραξη, σύγχυση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάραξις: εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat.
Middle Liddell
ἐπιτάραξις, εως
disturbance, confusion, Plat. [from ἐπιτᾰράσσω]