ἐπιπόδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιπόδιος:''' находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).
|elrutext='''ἐπιπόδιος:''' находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-πόδιος, η, ον [[πούς]]<br />[[upon]] the feet, Soph.
}}
}}

Revision as of 22:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόδιος Medium diacritics: ἐπιπόδιος Low diacritics: επιπόδιος Capitals: ΕΠΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: epipódios Transliteration B: epipodios Transliteration C: epipodios Beta Code: e)pipo/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A upon the feet, S.OT1350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.

Greek Monolingual

ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).

Middle Liddell

ἐπι-πόδιος, η, ον πούς
upon the feet, Soph.