ἐξελευθερικός: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξελευθερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.<br />вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.). | |elrutext='''ἐξελευθερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.<br />вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>n</i><br />of the class of freedmen or [[their]] [[offspring]], Lat. [[libertinus]], Plut. [from [[ἐξελεύθερος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of the class of freeamen or their offspring, φῦλον D.H.4.22; οἱ ἐ. Plu.Ant.58. II νόμοι ἐ. laws concerning freedmen, D.ap.Poll.3.83; καθάρματα ἐ. the refuse of the freedmen, Plu.Sull.33; φιάλαι ἐ. presented by freedmen on manumission, IG2.720 Ai5,15.
German (Pape)
[Seite 876] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, libertinus, D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελευθερικός: ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ τέκνον ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε ἀπελευθερικός. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les affranchis;
2 fils ou descendant d’affranchi.
Étymologie: ἐξελεύθερος.
Greek Monolingual
ἐξελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων
2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί»).
Greek Monotonic
ἐξελευθερικός: ὁ, από την τάξη των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. libertinus, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελευθερικός: II ὁ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.
вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).
Middle Liddell
n
of the class of freedmen or their offspring, Lat. libertinus, Plut. [from ἐξελεύθερος