θεατέος: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(4) |
(1ab) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεᾱτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεάομαι]], αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ. | |lsmtext='''θεᾱτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεάομαι]], αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of [[θεάομαι]],]<br /><b class="num">I.</b> to be [[seen]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], one must see, Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεάομαι, ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de θεάομαι.
Greek Monotonic
θεᾱτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του θεάομαι, αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.
II. θεατέον, αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of θεάομαι,]
I. to be seen, Plat.
II. θεατέον, one must see, Plat.