ἡδυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡδυφωνία:''' ἡ приятный голос, сладкозвучность Babr. | |elrutext='''ἡδυφωνία:''' ἡ приятный голос, сладкозвучность Babr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡδυφωνία]], ἡ,<br />[[sweetness]] of [[voice]] or [[sound]], Babr. [from [[ἡδύφωνος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A sweetness of sound, Babr.9.3, Alciphr.3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1155] ἡ, angenehme Stimme, Babr. 9, 3 u. VLL.; σύριγγος, Alciphr. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυφωνία: ἡ, ἡδύτης φωνῆς ἢ ἤχου, Βάβρ. 9. 3· σύριγγος Ἀλκίφρων 3. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix ou son agréable.
Étymologie: ἡδύφωνος.
Greek Monolingual
ἡδυφωνία, ἡ (AM) ηδύφωνος
η γλυκύτητα της φωνής ή του ήχου («ἡδυφωνία Σειρήνων», Φώτ.).
Greek Monotonic
ἡδυφωνία: ἡ, γλυκύτητα φωνής ή ήχου, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδυφωνία: ἡ приятный голос, сладкозвучность Babr.
Middle Liddell
ἡδυφωνία, ἡ,
sweetness of voice or sound, Babr. [from ἡδύφωνος