ἡλιοστιβής: Difference between revisions
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡλιοστῐβής:''' проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - v. l. ἡλίου στίβει). | |elrutext='''ἡλιοστῐβής:''' проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - v. l. ἡλίου στίβει). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἡλιο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />sun-[[trodden]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A sun-trodden, ἀντολαί A.Pr.791.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοστῐβής: -ές, πατούμενος, διατρεχόμενος, φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντολαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 791.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
parcouru, càd éclairé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, στείβω.
Greek Monolingual
ἡλιοστιβής, -ές (Α)
αυτός που πατιέται από το άρμα του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- της ρίζας στειβ- (πρβλ. πεδο-στιβής, χθονο-στιβής)].
Greek Monotonic
ἡλιοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο ήλιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοστῐβής: проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - v. l. ἡλίου στίβει).