ἰσοτέλεια: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοτέλεια:''' ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen. | |elrutext='''ἰσοτέλεια:''' ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰσοτέλεια]], ἡ,<br />the [[condition]] of an [[ἰσοτελής]], [[equality]] in tax and [[tribute]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, X.HG2.4.25, Vect.4.12, IG22.109b20, 276.13, al., GDI3077 (Mesembria), Ph.1.160, etc.: freq. in Boeot. Inscrr., ϝισοτέλια IG7.505, al. (Tanagra).
German (Pape)
[Seite 1267] ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσθαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτέλεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἰσοτελής, ἰσότης φόρων καὶ δασμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 25, Πόροι 4. 12, Συλλ. 2053b, c· φέρεται ϝισοτελία ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἴδε ἴσος ἐν τέλει, ἰσοτελὴς ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
état politique de l’ ἰσοτελής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσοτέλεια) ισοτελής
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα του ισοτελούς μετοίκου.
Greek Monotonic
ἰσοτέλεια: ἡ, κατάσταση του «ἰσοτελοῦς», ισότητα φόρων και δασμών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτέλεια: ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen.
Middle Liddell
ἰσοτέλεια, ἡ,
the condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, Xen.