ἰθυδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰθῠδρόμος:''' (ῑ) движущийся по прямой линии ([[πρίων]] Anth.).
|elrutext='''ἰθῠδρόμος:''' (ῑ) движущийся по прямой линии ([[πρίων]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯θυ-[[δρόμος]], ον [[δραμεῖν]]<br />[[straight]]-[[running]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδρόμος Medium diacritics: ἰθυδρόμος Low diacritics: ιθυδρόμος Capitals: ΙΘΥΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: ithydrómos Transliteration B: ithydromos Transliteration C: ithydromos Beta Code: i)qudro/mos

English (LSJ)

ον,

   A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.

Greek Monotonic

ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).

Middle Liddell

ἰ¯θυ-δρόμος, ον δραμεῖν
straight-running, Anth.