προσαρτάω: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσαρτάω:''' прилаживать, присоединять, прикреплять (μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arst.): προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen. связанное с красотой благо; τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένος Plut. (Тимолеонт, еще) сохраняющий связь с Сицилией; ἡδονῇ προσηρτημένος Luc. преданный наслаждению; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Plat. (все), у которых есть хоть немного разума. | |elrutext='''προσαρτάω:''' прилаживать, присоединять, прикреплять (μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arst.): προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen. связанное с красотой благо; τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένος Plut. (Тимолеонт, еще) сохраняющий связь с Сицилией; ἡδονῇ προσηρτημένος Luc. преданный наслаждению; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Plat. (все), у которых есть хоть немного разума. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[fasten]] or [[attach]] to, τί τινι Babr.:—Pass. to be fastened or [[attached]] to, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen.: to [[accrue]] to one, [[λῆμμα]] προσήρτηται Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:25, 10 January 2019
English (LSJ)
A fasten or attach to, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arist. HA616a11; [κυνὶ] κώδωνα Babr.104.2: metaph., append, πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Plb.9.20.5; attach, ἑνὶ π. ἑαυτούς Arr.Epict.1.1.14:—Pass., to be fastened or attached to, τῷ ὀστέῳ Hp.Fract.11; πρὸς τῇσι πλευρῇσι Id.Art.13; τῇ μήτρᾳ Porph.Gaur.15.1; κατά τι by... Arist. HA550a20; δεσμοῖς πρός τι Plb.3.46.8; δεσμά τινα ταῦτα προσηρτήμεθα Arr.Epict.1.9.11: abs., π. ὁ καρπός Thphr.CP5.4.2: Gramm., of the article, A.D.Synt.58.16. 2 metaph. in Pass., belong to, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Pl.Phlb.58a; προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν X.Oec.6.15; λῆμμα προσηρτημένον πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι D.5.12; ἡδονῇ προσηρτημένοι devoted to . ., Luc.Nec.5; Τιμολέοντα ὥσπερ ἐκ κρασπέδου . . τῇ Σικελίᾳ π. hanging on, Plu.Tim.11; μειρακίοις Id.Pomp.46, cf. M.Ant.12.3, etc.
German (Pape)
[Seite 752] daran anknüpfen oder anhängen, προσήρτηντο δεσμοῖς πρὸς τὰς ἄλλας, Pol. 3, 46, 8; πρὸς τοῖς ἱστοῖς τροχιλίαι προσήρτηντο σὺν κάλοις, 8, 6, 5; – pass. Einem anhangen, ihm ergeben sein, τινί, eng womit verbunden sein, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, Xen. Oec. 6, 15; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται, Plat. Phil. 58 a; τῇ ἡδονῇ προσηρτημένοι, Luc. Necyom. 5; προσηρτηκέναι ἑαυτούς τινι, = προσδεδέσθαι, Arr. Ep. 1, 1, 14. – Med. Einen von sich abhängig, verbindlich machen, τινά, Sp., Maneth. 4, 200.
Greek (Liddell-Scott)
προσαρτάω: ὡς καὶ νῦν, προσδένω, μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 6· κυνὶ κώδωνα Βάβρ. 104. 2· μεταφορ., πολλὰ τῇ στρατηγίᾳ Πολύβ. 9. 20, 5. ― Παθητ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι εἴς τι, τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· πρός τινι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6· δεσμοῖς πρός τι Πολύβ. 3. 46, 8· ἀπολ., πρ. ὁ καρπὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 2. 2) μεταφορ. καὶ ἐν τῷ παθ., εἶμαι προσηρτημένος, ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Πλάτ. Φίληβ. 58Α· προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθὸν Ξεν. Οἰκ. 6, 15· προσγίγνομαι, λῆμμα προσήρτηται Δημ. 60. 4· ἡδονῇ προσηρτημένοι, οἱ ἀφωσιωμένοι εἰς τήν..., Λουκ. Νεκυομ. 5· τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένον Πλουτ. Τιμολ. 11, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Πομπ. 46, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suspendre ou attacher à : προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν XÉN le bien qui est attaché au beau.
Étymologie: πρός, ἀρτάω.
Greek Monotonic
προσαρτάω: μέλ. -ήσω, προσδένω ή προσκολλώ σε κάτι, τί τινι, σε Βάβρ. — Παθ., προσδένομαι ή προσκολλώμαι, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν, σε Ξεν.· προσγίγνομαι, προσκύπτω σε κάποιον, λῆμμα προσήρτηται, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αρτάω vastmaken (aan):; ἔξωθεν προσαρτέων aan de buitenkant vastmakend Hp. Art. 74; overdr., met dat.. ἠναγκάζετο... προσαρτᾶσθαι μειρακίοις hij werd gedwongen connecties met jeugdbendes aan te knopen Plut. Pomp. 46.7; μόνῃ ταύτῃ ( ἡδονῇ )... προσηρτημένους alleen aan dit (genot) hangend Luc. 38.5.
Russian (Dvoretsky)
προσαρτάω: прилаживать, присоединять, прикреплять (μόλυβδον πρὸς τοῖς ὀϊστοῖς Arst.): προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen. связанное с красотой благо; τῇ Σικελίᾳ προσηρτημένος Plut. (Тимолеонт, еще) сохраняющий связь с Сицилией; ἡδονῇ προσηρτημένος Luc. преданный наслаждению; ὅσοις νοῦ καὶ σμικρὸν προσήρτηται Plat. (все), у которых есть хоть немного разума.
Middle Liddell
fut. ήσω
to fasten or attach to, τί τινι Babr.:—Pass. to be fastened or attached to, προσηρτημένον τῷ καλῷ τὸ ἀγαθόν Xen.: to accrue to one, λῆμμα προσήρτηται Dem.