πυλαιμάχος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠλαιμάχος:''' (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph. | |elrutext='''πῠλαιμάχος:''' (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πυλαι-μάχος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] at the gates, or at [[Pylos]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:42, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ],
A fighting at the gate, prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.). II epith. of Athena in Ar.Eq.1172, with a play on Pylos, as the scene of Cleon's triumph.
Greek (Liddell-Scott)
πυλαιμάχος: -ον, = πυλαμάχος, παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1172, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Πύλος, ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁ Κλέων ἐδοξάσθη.
Greek Monolingual
και εσφ. ανάγν. πυλαμάχος, -ον, Α
1. αυτός που μάχεται μπροστά στην πύλη
2. το θηλ. προσωνυμία της Αθηνάς σε λογοπαίγνιο με τη λέξη Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -μάχος (< μάχομαι). Η μορφή πυλαι- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη].
Greek Monotonic
πυλαιμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πῠλαιμάχος: (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph.
Middle Liddell
πυλαι-μάχος, ον, μάχομαι
fighting at the gates, or at Pylos, Ar.