σκάπτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκάπτειρα:''' adj. f вскапывающая ([[δίκελλα]] Anth.). | |elrutext='''σκάπτειρα:''' adj. f вскапывающая ([[δίκελλα]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκάπτειρα]], ἡ, [fem. of [[σκαπτήρ]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.
German (Pape)
[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).
Greek (Liddell-Scott)
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.
Greek Monotonic
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).