σίλι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σίλι:''' τό, = [[κρότων]] ή [[κίκι]], [[φυτό]] της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται [[έλαιο]] που χρησιμοποιείται στη [[σαπωνοποιία]], ως [[μέσο]] φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται [[σιλλικύπριον]], <i>τό</i>. | |lsmtext='''σίλι:''' τό, = [[κρότων]] ή [[κίκι]], [[φυτό]] της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται [[έλαιο]] που χρησιμοποιείται στη [[σαπωνοποιία]], ως [[μέσο]] φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται [[σιλλικύπριον]], <i>τό</i>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />= [[κρότων]] or [[κίκι]], called in Hdt. [[σιλλικύπριον]], τό. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,= κροτών, Plin.HN15.25. II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.
German (Pape)
[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σέσελι.
Greek Monotonic
σίλι: τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.
Middle Liddell
= κρότων or κίκι, called in Hdt. σιλλικύπριον, τό.