σκηνογράφος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκηνογράφος:''' (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L. | |elrutext='''σκηνογράφος:''' (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σκηνο-γρά˘φος, ὁ, [[γράφω]]<br />a [[scene]]-[[painter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A scene-painter, D.L.2.125.
German (Pape)
[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].
Greek Monotonic
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.
Russian (Dvoretsky)
σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.