σταμίνες: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στᾰμίνες:''' οἱ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>στᾰμίνεσσι</i> ([[στῆναι]])· [[πλευρά]] του πλοίου, που υψώνονται υποστηριζόμενα από την [[καρίνα]], Λατ. statumina, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''στᾰμίνες:''' οἱ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>στᾰμίνεσσι</i> ([[στῆναι]])· [[πλευρά]] του πλοίου, που υψώνονται υποστηριζόμενα από την [[καρίνα]], Λατ. statumina, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στῆναι]]<br />the ribs of a [[ship]], [[which]] [[stand]] up from the [[keel]], Lat. statumina, Od. | |||
}} | }} |