συνδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνδαίτης:''' ου ὁ Luc. = [[συνδαίτωρ]]. | |elrutext='''συνδαίτης:''' ου ὁ Luc. = [[συνδαίτωρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συν-[[δαίτης]], ου, ὁ, = [[συνδαίτωρ]], Luc.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.
Greek (Liddell-Scott)
συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.
Greek Monolingual
ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].
Greek Monotonic
συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.
Russian (Dvoretsky)
συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.