σύμπνους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(39)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]].
|mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύμπνους]], ουν, [[συμπνέω]]<br />[[animated]] by one [[breath]], in [[accord]] with, τινι Anth.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Middle Liddell

σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.