ταγεύω: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾱγεύω:''' <b class="num">1)</b> предводительствовать, командовать Xen.: [[ὅταν]] ταγεύηται τὰ κατὰ Θετταλίαν Xen. когда Фессалия управляется (единым) вождем;<br /><b class="num">2)</b> med. назначать предводителями, ставить во главе (своих) отрядов (ἀρίστους ἄνδρας Aesch.). | |elrutext='''τᾱγεύω:''' <b class="num">1)</b> предводительствовать, командовать Xen.: [[ὅταν]] ταγεύηται τὰ κατὰ Θετταλίαν Xen. когда Фессалия управляется (единым) вождем;<br /><b class="num">2)</b> med. назначать предводителями, ставить во главе (своих) отрядов (ἀρίστους ἄνδρας Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾱγεύω, fut. -σω [[ταγός]]<br /><b class="num">I.</b> to be Chief of [[Thessaly]], Xen.:— Pass. to be united under one [[ταγός]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to let soldiers be posted or stationed, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 10 January 2019
English (LSJ)
A to be ταγός or chief of Thessaly, X.HG6.1.19:—Pass., to be united under one ταγός, ib.6.1.8. 2 to be chief of a phratria, Schwyzer 323 A 1, B 31,33 (Delph., iv B.C.). 3 to be magistrate of a Thessalian town, IG9(2).517.24 (Larissa, iii B.C.), 531.2 (Thess., i B.C.). II Med., let soldiers be posted or stationed, ἄνδρας ἀρίστους . . πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι A.Th.58.
German (Pape)
[Seite 1063] beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγεύω: εἶμαι ταγός, ἤτοι ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., τάσσω, παραγγέλλω νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Αἰσχύλ. Θήβ. 58.
French (Bailly abrégé)
commander, diriger, conduire ; Pass. avoir pour commandant, pour chef;
Moy. ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.
Étymologie: ταγός.
Greek Monolingual
Α ταγός
1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.)
2. είμαι αρχηγός φρατρίας
3. μέσ. ταγεύομαι
διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος», Αισχύλ.)
4. παθ. είμαι ενωμένος μαζί με άλλους υπὸ την εξουσία ενός ταγού.
Greek Monotonic
τᾱγεύω: μέλ. ταγεύσω (ταγός),
I. είμαι άρχοντας των Θεσσαλών, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ενωμένος κάτω από έναν ταγόν, στον ίδ.
II. Μέσ., παραγέλλω στους στρατιώτες να παραταχθούν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾱγεύω: 1) предводительствовать, командовать Xen.: ὅταν ταγεύηται τὰ κατὰ Θετταλίαν Xen. когда Фессалия управляется (единым) вождем;
2) med. назначать предводителями, ставить во главе (своих) отрядов (ἀρίστους ἄνδρας Aesch.).
Middle Liddell
τᾱγεύω, fut. -σω ταγός
I. to be Chief of Thessaly, Xen.:— Pass. to be united under one ταγός, Xen.
II. Mid. to let soldiers be posted or stationed, Aesch.