τετρακωμία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρᾰκωμία:''' ἡ ([[κώμη]]), [[ένωση]] τέσσερων χωριών, σε Στράβ. | |lsmtext='''τετρᾰκωμία:''' ἡ ([[κώμη]]), [[ένωση]] τέσσερων χωριών, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τετρᾰ-κωμία, ἡ, [[κώμη]]<br />a [[union]] of [[four]] villages, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:46, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A a union of four villages, Str.9.2.14.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, vier zusammengehörende Dörfer, Strab. 9, 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
τετρακωμία: ἡ, ἕνωσις τεσσάρων κωμῶν, τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τανάγραν Στράβ. 405.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réunion de quatre bourgs.
Étymologie: τέσσαρες, κώμη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ένωση τεσσάρων κωμών («ἔστι δὲ τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τάναγραν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. πεντα-κωμία].
Greek Monotonic
τετρᾰκωμία: ἡ (κώμη), ένωση τέσσερων χωριών, σε Στράβ.