τρίκλωστος: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord). | |elnltext=τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρί-κλωστος, ον,<br />[[thrice]]-spun, [[three]]-[[twisted]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A thricespun, three-twisted, of a line, AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1143] dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλωστος: -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
filé trois fois ; à triple fil.
Étymologie: τρίς, κλώθω.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλωστος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλωστός (< κλώθω)].
Greek Monotonic
τρίκλωστος: -ον, αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές, που αποτελείται από τρεις κλωστές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρίκλωστος: спряденный (свитой) из трех нитей, тройной Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).