τριώρυγος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(4b)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]].
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ώρῠγος, ον, [[ὀργυιά]]<br />of [[three]] fathoms, Xen.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].

Greek Monotonic

τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώρυγος: Xen. v. l. = τριόργυιος.

Middle Liddell

τρι-ώρῠγος, ον, ὀργυιά
of three fathoms, Xen.