φιλολοίδορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλολοίδορος:''' ругательный, хулящий, злоречивый ([[γλῶσσα]] Anacr.; [[φύσις]] Dem.; [[γυνή]] Arst.).
|elrutext='''φιλολοίδορος:''' ругательный, хулящий, злоречивый ([[γλῶσσα]] Anacr.; [[φύσις]] Dem.; [[γυνή]] Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[λοίδορος]], ον,<br />[[fond]] of [[reviling]], [[abusive]], Dem.
}}
}}

Revision as of 02:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλολοίδορος Medium diacritics: φιλολοίδορος Low diacritics: φιλολοίδορος Capitals: ΦΙΛΟΛΟΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: philoloídoros Transliteration B: philoloidoros Transliteration C: filoloidoros Beta Code: filoloi/doros

English (LSJ)

ον,

   A fond of reviling, abusive, D.18.126, Arist.HA608b10, Pr.875a35, Phgn.808a32, Dionys.Av.1.28. Adv. -ρως Poll.3.139, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] schmähsüchtig, gern schmähend; Dem. 18, 126; γλῶσσα Anacr. 40, 10; Plut. Symp. 1, 2,6; adv. φιλολοιδόρως, Poll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à injurier, insulteur.
Étymologie: φίλος, λοιδορέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να λοιδορεί.
επίρρ...
φιλολοιδόρως Α
με υβριστικό τρόπο, με βρισιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»].

Greek Monotonic

φῐλολοίδορος: -ον, αυτός που αγαπά να διασύρει, υβριστικός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φιλολοίδορος: ругательный, хулящий, злоречивый (γλῶσσα Anacr.; φύσις Dem.; γυνή Arst.).

Middle Liddell

φῐλο-λοίδορος, ον,
fond of reviling, abusive, Dem.