φορτηγικός: Difference between revisions
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φορτηγικός:''' перевозящий грузы, грузовой ([[πλοῖον]] Thuc., Xen.). | |elrutext='''φορτηγικός:''' перевозящий грузы, грузовой ([[πλοῖον]] Thuc., Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φορτηγικός]], ή, όν<br />of or for [[carrying]] loads, [[πλοῖον]] φ. a [[ship]] of [[burden]], Thuc., Xen. [from [[φορτηγός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:27, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for carrying loads, πλοῖα φ. ships of burden, merchantmen, Th.6.88, X.HG5.1.21. 2 φ. βρώματα provisions such as are used in these ships, i. e. sorry fare, Dionys.Com.2.42.
German (Pape)
[Seite 1301] ή, όν, zum Lasttragen gehörig, πλοῖ. ον, ein Lastschiff, Thuc. 6, 88 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φορτηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόδιος εἰς φορτηγίαν, εἰς μεταφορὰν φορτίων, πλοῖον φ., φορτηγόν, ἐμπορικόν, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 21. 2) φ. βρώματα, βρώματα οἷα τὰ ἐν τοιούτοις πλοίοις εὐρισκόμενα, δηλ. ἀθλία τροφή, ἐξ ἀντλίας ἣκοντα καὶ γέμοντ’ ἔτι φορτηγικῶν μοι βρωμάτων ἀγωνίαις Διονύσ. Κωμικ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 42.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre au transport des marchandises par mer.
Étymologie: φορτηγός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φορτηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῑον», Θουκ.)
2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» — τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.).
Greek Monotonic
φορτηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος για τη μεταφορά φορτίων, πλοῖον φορτηγικόν, πλοίο εμπορικό, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φορτηγικός: перевозящий грузы, грузовой (πλοῖον Thuc., Xen.).
Middle Liddell
φορτηγικός, ή, όν
of or for carrying loads, πλοῖον φ. a ship of burden, Thuc., Xen. [from φορτηγός