φιλόπλους: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(4b)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλόπλους:''' стяж. = [[φιλόπλοος]].
|elrutext='''φιλόπλους:''' стяж. = [[φιλόπλοος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλό-πλους, ουν,<br />[[fond]] of [[sailing]], Anth.
}}
}}

Revision as of 02:30, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui aime naviguer.
Étymologie: φίλος, πλέω.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].

Russian (Dvoretsky)

φιλόπλους: стяж. = φιλόπλοος.

Middle Liddell

φῐλό-πλους, ουν,
fond of sailing, Anth.