φυγόπονος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠγόπονος:''' избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb. | |elrutext='''φῠγόπονος:''' избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῠγό-πονος, ον,<br />shunning [[work]] or [[hardship]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A shunning work or hardship, Plb.39.1.10.
German (Pape)
[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισό-πονος, παυσί-πονος)].
Greek Monotonic
φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
φῠγόπονος: избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb.