χλαμυδουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλᾰμῠδουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που φτιάχνει <i>χλαμύδες</i>. | |lsmtext='''χλᾰμῠδουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που φτιάχνει <i>χλαμύδες</i>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χλᾰμῠδουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a [[maker]] of χλαμύδες. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A maker of χλαμύδες, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1358] wie χλαμυδοποιός, Reitermäntel verfertigend.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰμῠδουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων χλαμύδας, Πολυδ. Ζ΄, 159.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fabricant de chlamydes.
Étymologie: χλαμύς, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής χλαμύδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, -ύδος + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
χλᾰμῠδουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει χλαμύδες.