κελευθήτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κελευθήτης -ου, ὁ [κέλευθος] reiziger. | |elnltext=κελευθήτης -ου, ὁ [κέλευθος] reiziger. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κελευθήτης]], ου,<br />a [[wayfarer]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:51, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
Greek (Liddell-Scott)
κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.
Greek Monolingual
κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].
Greek Monotonic
κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κελευθήτης: ου adj. m путешествующий, странствующий (ἄνθρωπος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευθήτης -ου, ὁ [κέλευθος] reiziger.
Middle Liddell
κελευθήτης, ου,
a wayfarer, Anth.