κεχωρισμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεχωρισμένως:''' επίρρ., ([[χωρίζω]]), ξεχωριστά, σε Αριστ. | |lsmtext='''κεχωρισμένως:''' επίρρ., ([[χωρίζω]]), ξεχωριστά, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=adv. [[χωρίζω]]<br />[[separately]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:51, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv., (χωρίζω)
A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.
German (Pape)
[Seite 1429] abgesondert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.
French (Bailly abrégé)
adv.
séparément.
Étymologie: κεχωρισμένος, part. pf. Pass. de χωρίζω.
Greek Monolingual
κεχωρισμένως (Α)
επίρρ. χωριστά («καὶ ταῡτ' εἴτε κεχωρισμένως ὑπάρχει τισὶν εἴτε τοῑς αὐτοῑς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχωρισμένος < μτχ. παθ. παρακμ. κεχώρισμαι < χωρίζω.
Greek Monotonic
κεχωρισμένως: επίρρ., (χωρίζω), ξεχωριστά, σε Αριστ.
Middle Liddell
adv. χωρίζω
separately, Arist.