ὤεον: Difference between revisions
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὤεον:''' τό, ποιητ. αντί [[ᾠόν]], [[αυγό]], σε Σιμων. | |lsmtext='''ὤεον:''' τό, ποιητ. αντί [[ᾠόν]], [[αυγό]], σε Σιμων. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὤεον]], ου, τό, [poetic for ᾠόν]<br />an egg, [[Simon]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A v. ᾠόν.
German (Pape)
[Seite 1408] τό, poet. statt ὤϊον, das Ei; Ibyc. 15; Arat. u. Nic. Th. 192; vgl. Ath. II, 57 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὤεον: τό, ποιητικ. ἀντὶ ᾠόν, «αὐγόν», Ἴβυκ. 14, Σιμωνίδης Ἰαμβογράφ. 16, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 5. 10, Νικ. Θηρ. 192, Ἄρατ., κλπ.: καὶ ὤιον, Αἰολ. γεν ὠίω, Σαπφὼ 112. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστου Κανόνας 121.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
poét. c. ὤϊον.
Greek Monotonic
ὤεον: τό, ποιητ. αντί ᾠόν, αυγό, σε Σιμων.